- ἰσχνήν
- ἰσχνόςdryfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφθίνω — (Α) (η μτχ. παρακμ.) διεφθινηκώς εξαντλούμαι, λειώνω («τὴν ἰσχνὴν καὶ διεφθινηκυῑαν», Σχολ. Θεοκρ.) … Dictionary of Greek